- άπειμι
- (I)ἄπειμι (AM) [ειμί]1. βρίσκομαι μακριά από κάπου2. δεν παρευρίσκομαι κάπου, είμαι απών3. λείπω ή δεν συνυπολογίζομαι4. (η ευκτ.) ἀπείηὃ μὴ γένοιτο5. η μετοχή ενεστ. (απών, απούσα, απόν αρχ. -μσν., ἀπών, ἀποῡσα, ἀπόν)αυτός που απουσιάζει, που δεν είναι παρών κάπου.————————(II)ἄπειμι (AM) [είμι]1. αποχωρώ, φεύγω2. βγαίνω απ' το σπίτι για να μετάσχω σε κάποια εκδήλωσημσν.απρόσ. ἀπῄειθα οδηγούσε στο να..., σχεδόν θα...αρχ.δραπετεύω ή αυτομολώ2. ξαναγυρίζω, επιστρέφω3. φεύγω για πάντα, πεθαίνω4. αποβάλλομαι, εκκρίνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.